άρθηκας

άρθηκας
ο нарцисс

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "άρθηκας" в других словарях:

  • Ναξιώτης — και Αξιώτης, ο, θηλ. ισσα ο Νάξιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νάξος + κατάλ. εθν. ον. ιώτης (πρβλ. Ιμβρ ιώτης, Πορ ιώτης). Ο τ. Αξιώτης με αφαίρεση τού αρκτικού Ν (πρβλ. νάρθηκας: άρθηκας)] …   Dictionary of Greek

  • φέρουλα — η, ΝΑ, και φερούλα και φερούλη Ν βοτ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, δικότυλων αγγειόσπερμων φυτών που ανήκει στην οικογένεια απιίδες τής τάξης απιώδη ή σκιαδανθή, με 130 περίπου είδη, από τα οποία τρία είναι αυτοφυή στην… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»